Αναζήτησες τη λέξη "συνεργείο" στα Ελληνικά
συνεργείο συνεργείο (το) (Ουσιαστικό) (συ-νερ-γεί-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 1032.mp3 ofiçinë (Emër) (o-fi-çi-në/pu-në-to-ri, gj. -ës/së, sh. -at/të, gj. -ave/ive) | 1032.mp3 мастерская (Существительное) (мас-тер-ска-я, γεν. -ой, πληθ. -ие, γεν. -их) |