Αναζήτησες τη λέξη "συνήθεια" στα Ελληνικά
συνήθεια συνήθεια (η) (Ουσιαστικό) (συ-νή-θει-α, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 1033.mp3 zakon (Emër) (za-kon, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 1033.mp3 привычка (Существительное) (при-выч-ка, γεν. -и, πληθ. -и) |