Αναζήτησες τη λέξη "συμμετοχή" στα Ελληνικά
συμμετοχή συμμετοχή (η) (Ουσιαστικό) (συμ-με-το-χή, γεν. -ής, πληθ. -ές, γεν. -ών) | 1029.mp3 pjesëmarrje (Emër) (pje-së-marr-je, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) | 1029.mp3 участие (Существительное) (у-час-ти-е, γεν. -я, πληθ. -я, γεν. -й) |