Αναζήτησες τη λέξη "συλλογή" στα Ελληνικά
συλλογή συλλογή (η) (Ουσιαστικό) (συλ-λο-γή, γεν. -ής, πληθ. -ές, γεν. -ών) | 1028.mp3 koleksion (Emër) (ko-le-ksi-on, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 1028.mp3 коллекция (Существительное) (кол-лек-ци-я, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -й) |