Αναζήτησες τη λέξη "συγγενής" στα Ελληνικά
συγγενής συγγενής (ο) (Ουσιαστικό) (συγ-γε-νής, γεν. -ούς, πληθ. -είς, γεν. -ών) | 1026.mp3 i afërm (Emër) (i a-fërm, gj. -it, sh. -it, gj. -mve) | 1026.mp3 родственник (Существительное) (род-ствен-ник, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |