Αναζήτησες τη λέξη "στόχος" στα Ελληνικά
στόχος στόχος (ο) (Ουσιαστικό) (στό-χος, γεν. -ου, πληθ. -οι, γεν. -ων) | 1024.mp3 objektiv (Emër) (o-bje-ktiv/o-bjekt, gj. -it/it, sh. -at/et, gj. -ave/eve) | 1024.mp3 цель (Существительное) (цель, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -ей) |