Αναζήτησες τη λέξη "στόμα" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
στόμα στόμα (το) (Ουσιαστικό) (στό-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα, γεν. -άτων) | 1022.mp3 gojë (Emër) (go-jë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 1022.mp3 рот (Существительное) (рот, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |