Αναζήτησες τη λέξη "στομάχι" στα Ελληνικά
στομάχι στομάχι (το) (Ουσιαστικό) (στο-μά-χι, γεν. -ιού, πληθ. -ια) Παραδείγματα | 1023.mp3 stomak (Emër) (sto-mak, gj. -ut, sh. -ët, gj. -ëve) | 1023.mp3 желудок (Существительное) (же-лу-док, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |