Αναζήτησες τη λέξη "στεφάνι" στα Ελληνικά
στεφάνι στεφάνι (το) (Ουσιαστικό) (στε-φά-νι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 1021.mp3 kurorë (Emër) (ku-ro-rë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 1021.mp3 венок (Существительное) (ве-нок, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |