Αναζήτησες τη λέξη "στεγνώνω" στα Ελληνικά
στεγνώνω στεγνώνω (Ρήμα) (ενεστ. στε-γνώ-νω, αόρ. στέγνωσα, | 1019.mp3 thaj (Folje) (e tashme thaj, e kr. thj v. thava, | 1019.mp3 сушить (Глагол) (ενεστ. су-шить, αόρ. высушил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |