Αναζήτησες τη λέξη "σπίτι" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
σπίτι σπίτι (το) (Ουσιαστικό) (σπί-τι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 1016.mp3 shtëpi (Emër) (shtë-pi, gj. -së, sh. -të, gj. -ive) | 1016.mp3 дом (Существительное) (дом, γεν. -а, πληθ. -а, γεν. -ов) |