Αναζήτησες τη λέξη "σπάζω" στα Ελληνικά
σπάζω σπάζω (Ρήμα) (ενεστ. σπά-ζω, αόρ. έσπασα, | 1013.mp3 thyej (Folje) (e tashme thy-ej, e kr. thj v. theva, | 1013.mp3 разбивать (Глагол) (ενεστ. раз-би-вать, αόρ. разбил (муж.) , -а (жен.), -о (ср.), |
Αναζήτησες τη λέξη "σπάζω" στα Ελληνικά
σπάζω σπάζω (Ρήμα) (ενεστ. σπά-ζω, αόρ. έσπασα, | 1013.mp3 thyej (Folje) (e tashme thy-ej, e kr. thj v. theva, | 1013.mp3 разбивать (Глагол) (ενεστ. раз-би-вать, αόρ. разбил (муж.) , -а (жен.), -о (ср.), |