Αναζήτησες τη λέξη "σκύβω" στα Ελληνικά
σκύβω σκύβω (Ρήμα) (ενεστ. σκύ-βω, αόρ. έσκυψα, | 1011.mp3 përkulem (Folje) (e tashme për-ku-lem/ul, e kr. thj v. përkula, | 1011.mp3 наклонять (Глагол) (ενεστ. на-кло-нять, αόρ. наклонил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |