Αναζήτησες τη λέξη "σκόνη" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| σκόνη σκόνη (η) (Ουσιαστικό) (σκό-νη, γεν. -ης, πληθ. -ες) | 1008.mp3 pluhur (Emër) (plu-hur, gj. -it, sh. -at, gj. -ave) | 1008.mp3   пыль (Существительное) (пыль, γεν. -и) | 
Αναζήτησες τη λέξη "σκόνη" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| σκόνη σκόνη (η) (Ουσιαστικό) (σκό-νη, γεν. -ης, πληθ. -ες) | 1008.mp3 pluhur (Emër) (plu-hur, gj. -it, sh. -at, gj. -ave) | 1008.mp3   пыль (Существительное) (пыль, γεν. -и) |