Αναζήτησες τη λέξη "σκουπίδι" στα Ελληνικά
σκουπίδι σκουπίδι (το) (Ουσιαστικό) (σκου-πί-δι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 1010.mp3 mbeturinë (Emër) (mbe-tu-ri-në, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 1010.mp3 мусор (Существительное) (му-сор, γεν. -а) |