Αναζήτησες τη λέξη "σκεπάζω" στα Ελληνικά
σκεπάζω σκεπάζω (Ρήμα) (ενεστ. σκε-πά-ζω, αόρ. σκέπασα, | 1005.mp3 mbuloj (Folje) (e tashme mbu-loj, e kr. thj v. mbulova, | 1005.mp3 накрывать (Глагол) (ενεστ. на-кры-вать, αόρ. накрыл (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |