Αναζήτησες τη λέξη "σκαλίζω" στα Ελληνικά
σκαλίζω σκαλίζω (Ρήμα) (ενεστ. σκα-λί-ζω, αόρ. σκάλισα, | 1004.mp3 gërmoj (Folje/Folje) (gër-moj/gdhend) | 1004.mp3 рыхлить (Глагол) (ενεστ. рых-лить, αόρ. разрыхлил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
Αναζήτησες τη λέξη "σκαλίζω" στα Ελληνικά
σκαλίζω σκαλίζω (Ρήμα) (ενεστ. σκα-λί-ζω, αόρ. σκάλισα, | 1004.mp3 gërmoj (Folje/Folje) (gër-moj/gdhend) | 1004.mp3 рыхлить (Глагол) (ενεστ. рых-лить, αόρ. разрыхлил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |