Αναζήτησες τη λέξη "σκάβω" στα Ελληνικά
σκάβω σκάβω (Ρήμα) (ενεστ. σκά-βω, αόρ. έσκαψα, | 1003.mp3 gërmoj (Folje) (e tashme gër-moj, e kr. thj v. gërmova, | 1003.mp3 копать (Глагол) (ενεστ. ко-пать, αόρ. перекопал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
Αναζήτησες τη λέξη "σκάβω" στα Ελληνικά
σκάβω σκάβω (Ρήμα) (ενεστ. σκά-βω, αόρ. έσκαψα, | 1003.mp3 gërmoj (Folje) (e tashme gër-moj, e kr. thj v. gërmova, | 1003.mp3 копать (Глагол) (ενεστ. ко-пать, αόρ. перекопал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |