Αναζήτησες τη λέξη "σιδερώνω" στα Ελληνικά
σιδερώνω σιδερώνω (Ρήμα) (ενεστ. σι-δε-ρώ-νω, αόρ. σιδέρωσα, Παραδείγματα | 1000.mp3 hekuros (Folje) (e tashme he-ku-ros, e kr. thj v. hekurosa, | 1000.mp3 гладить (Глагол) (ενεστ. гла-дить, αόρ. погладил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |