Αναζήτησες τη λέξη "σιδερώνω" στα Ελληνικά

σιδερώνω σιδερώνω

(Ρήμα)

(ενεστ. σι-δε-ρώ-νω, αόρ. σιδέρωσα,
παθ. αόρ. σιδερώθηκα, παθ. μτχ. σιδερωμένος)

1000.mp3 hekuros

(Folje)

(e tashme he-ku-ros, e kr. thj v. hekurosa,
e kr. thj. jov. u hekurosa, pjesore hekurosur)

1000.mp3 гладить

(Глагол)

(ενεστ. гла-дить, αόρ. погладил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. погладился (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. поглаженный)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я