Αναζήτησες τη λέξη "σηκώνω" στα Ελληνικά

σηκώνω σηκώνω

(Ρήμα)

(ενεστ. ση-κώ-νω, αόρ. σήκωσα,
παθ. αόρ. σηκώθηκα, παθ. μτχ. σηκωμένος)

996.mp3 ngre

(Folje)

(e tashme ngre, e kr. thj v. ngrita,
e kr. thj. jov. u ngrita, pjesore ngritur)

996.mp3 поднимать

(Глагол)

(ενεστ. поднимать, αόρ. поднял (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. поднялся (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. поднятый)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я