Αναζήτησες τη λέξη "σαπούνι" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| σαπούνι σαπούνι (το) (Ουσιαστικό) (σα-πού-νι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 990.mp3 sapun (Emër) (sa-pun, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) | 990.mp3 мыло (Существительное) (мы-ло, γεν. -а, πληθ. -а) | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!