Αναζήτησες τη λέξη "σαπούνι" στα Ελληνικά σαπούνι σαπούνι (το) (Ουσιαστικό)(σα-πού-νι, γεν. -ιού,πληθ. -ια, γεν. -ιών)ΠαραδείγματαΠριν από το φαγητό, να πλένεις τα χέρια σου με σαπούνι και νερό. Χρησιμοποιώ υγρό σαπούνι, για να πλύνω τα χέρια μου. Το σαπούνι μυρίζει ωραία. 990.mp3 sapun(Emër)(sa-pun, gj. -it,sh. -ët, gj. -ëve)ShembujPara ngrënies, të lash duart e tua me sapun dhe ujë. Përdor lëng sapuni për të larë duart e mia. Sapuni mban erë të këndshme. 990.mp3 мыло(Существительное)(мы-ло, γεν. -а,πληθ. -а)ПримерыПеред едой мой руки с мылом и водой. Я использую жидкое мыло для мытья рук. Мыло хорошо пахнет. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я