Αναζήτησες τη λέξη "σανίδα" στα Ελληνικά
σανίδα σανίδα (η) (Ουσιαστικό) (σα-νί-δα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ων) Παραδείγματα | 988.mp3 dërrasë (Emër) (dë-rra-së, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 988.mp3 доска (Существительное) (дос-ка, γεν. -и, πληθ. -и) |