Αναζήτησες τη λέξη "σακούλα" στα Ελληνικά σακούλα σακούλα (η) (Ουσιαστικό)(σα-κού-λα, γεν. -ας,πληθ. -ες)ΠαραδείγματαΜαζέψαμε τρεις σακούλες με σκουπίδια στην παραλία. Έχω σακούλες κάτω από τα μάτια από την αϋπνία. 987.mp3 qese(Emër)(qe-se, gj. -es,sh. -et, gj. -eve)ShembujMblodhëm tri qese me mbeturina në plazh. Kam qese nën sy nga pagjumësia. 987.mp3 пакет(Существительное)(па-кет, γεν. -а,πληθ. -ы, γεν. -ов)ПримерыНа пляже мы собрали три пакета мусора. У меня мешки под глазами от недосыпания. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я