Αναζήτησες τη λέξη "σακούλα" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
σακούλα σακούλα (η) (Ουσιαστικό) (σα-κού-λα, γεν. -ας, πληθ. -ες) | 987.mp3 qese (Emër) (qe-se, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) | 987.mp3 пакет (Существительное) (па-кет, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |