Αναζήτησες τη λέξη "σακάκι" στα Ελληνικά
σακάκι σακάκι (το) (Ουσιαστικό) (σα-κά-κι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) Παραδείγματα | 985.mp3 xhaketë (Emër) (xha-ke-të, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 985.mp3 пиджак (Существительное) (пид-жак, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |