Αναζήτησες τη λέξη "σήραγγα" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
σήραγγα σήραγγα (η) (Ουσιαστικό) (σή-ραγ-γα, γεν. -ας, πληθ. -ες) | 998.mp3 tunel (Emër) (tu-nel, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 998.mp3 туннель (Существительное) (тун-нель, γεν. -я, πληθ. -и, γεν. -ей) |