Αναζήτησες τη λέξη "σάρκα" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| σάρκα σάρκα (η) (Ουσιαστικό) (σάρ-κα, γεν. -ας, πληθ. -ες) Παραδείγματα | 991.mp3   mish (Emër/Emër) (mish/tul) | 991.mp3 плоть (Существительное) (плоть, γεν. -и) | 
Αναζήτησες τη λέξη "σάρκα" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| σάρκα σάρκα (η) (Ουσιαστικό) (σάρ-κα, γεν. -ας, πληθ. -ες) Παραδείγματα | 991.mp3   mish (Emër/Emër) (mish/tul) | 991.mp3 плоть (Существительное) (плоть, γεν. -и) |