Αναζήτησες τη λέξη "ρύζι" στα Ελληνικά ρύζι ρύζι (το) (Ουσιαστικό)(ρύ-ζι, γεν. -ιού)ΠαραδείγματαΟι Κινέζοι τρώνε πολύ ρύζι. Το ρύζι είναι θρεπτικό για τον οργανισμό μας. 983.mp3 oriz(Emër)(o-riz, gj. -it)ShembujKinezët hanë shumë oriz. Orizi është ushqyes për trupin tonë. 983.mp3 рис(Существительное)(рис, γεν. -а)ПримерыКитайцы едят много риса. Рис питает наш организм. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я