Αναζήτησες τη λέξη "ρούχο" στα Ελληνικά ρούχο ρούχο (το) (Ουσιαστικό)(ρού-χο, γεν. -ου,πληθ. -α, γεν. -ων)ΠαραδείγματαΈβαλα τα βρόμικα ρούχα στο πλυντήριο. Έχω πολλά ρούχα στην ντουλάπα μου. 982.mp3 rrobë(Emër)(rro-bë, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujVura rrobat e pista në lavatriçe. Kam shumë rroba në dollapin tim. 982.mp3 одежда(Существительное)(о-деж-да, γεν. -ы,πληθ. -ы)ПримерыЯ положил грязные вещи в стиральную машину. У меня много одежды в шкафу. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я