Αναζήτησες τη λέξη "ρουφώ" στα Ελληνικά

ρουφώ ρουφώ

(Ρήμα)

(ενεστ. ρου-φώ, αόρ. ρούφηξα,
παθ. αόρ. ρουφήχτηκα, παθ. μτχ. ρουφηγμένος)

981.mp3 thith

(Folje)

(e tashme thith, e kr. thj v. thitha,
e kr. thj. jov. u thitha, pjesore thithur)

981.mp3 всасывать
audio/mp3/ru/other/981b.mp3 втягивать

(Глагол)

(ενεστ. вса-сы-вать, αόρ. всосал (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. всосался (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. всосанный)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я