Αναζήτησες τη λέξη "ρολόι" στα Ελληνικά ρολόι ρολόι (το) (Ουσιαστικό)(ρο-λό-ι, γεν. -(γ)ιού,πληθ. -(γ)ια, γεν. -(γ)ιών)ΠαραδείγματαΤο ρολόι του τοίχου πάει δέκα λεπτά μπροστά. Φοράει πάντα ρολόι στο χέρι του. 980.mp3 orë(Emër)(o-rë, gj. -ës,sh. -ët, gj. -ëve)ShembujOra e murit shkon përpara dhjetë minuta. Gjithmonë vesh orë në dorën e tij. 980.mp3 часы(Существительное)(ча-сы,γεν. -ов)ПримерыНастенные часы на десять минут торопятся. Он всегда носит часы на руке. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я