Αναζήτησες τη λέξη "ρολόι" στα Ελληνικά

ρολόι ρολόι (το)

(Ουσιαστικό)

(ρο-λό-ι, γεν. -(γ)ιού,
πληθ. -(γ)ια, γεν. -(γ)ιών)

980.mp3 orë

(Emër)

(o-rë, gj. -ës,
sh. -ët, gj. -ëve)

980.mp3 часы

(Существительное)

(ча-сы,
γεν. -ов)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я