Αναζήτησες τη λέξη "ρεύμα" στα Ελληνικά
ρεύμα ρεύμα (το) (Ουσιαστικό) (ρεύ-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα, γεν. -άτων) | 978.mp3 rrymë (Emër) (rry-më, gj. -ës , sh. -at, gj. -ave) | 978.mp3 поток (Существительное) (по-ток, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |