Αναζήτησες τη λέξη "ράβω" στα Ελληνικά
ράβω ράβω (Ρήμα) (ενεστ. ρά-βω, αόρ. έραψα, | 972.mp3 qep (Folje) (e tashme qep, e kr. thj v. qepa, | 972.mp3 шить (Глагол) (ενεστ. шить, αόρ. зашил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
Αναζήτησες τη λέξη "ράβω" στα Ελληνικά
ράβω ράβω (Ρήμα) (ενεστ. ρά-βω, αόρ. έραψα, | 972.mp3 qep (Folje) (e tashme qep, e kr. thj v. qepa, | 972.mp3 шить (Глагол) (ενεστ. шить, αόρ. зашил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |