Αναζήτησες τη λέξη "πόρτα" στα Ελληνικά πόρτα πόρτα (η) (Ουσιαστικό)(πόρ-τα, γεν. -ας,πληθ. -ες)ΠαραδείγματαΗ πόρτα του σπιτιού είναι κλειδωμένη. Μοίρασαν φυλλάδια από πόρτα σε πόρτα. Έφαγε πόρτα. 950.mp3 derë(Emër)(de-rë, gj. -ës,sh. -ert, gj. -rve)ShembujDera e shtëpisë është e kyçur. Shpërndanë fletushka nga dera në derë. Hëngri derë. 950.mp3 дверь(Существительное)(дверь, γεν. -и,πληθ. -и, γεν. -ей)ПримерыДверь дома закрыта. Они раздали листовки от двери к двери. Ему отказали. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я