Αναζήτησες τη λέξη "πόλεμος" στα Ελληνικά πόλεμος πόλεμος (ο) (Ουσιαστικό)(πό-λε-μος, γεν. -ου,πληθ. -οι, γεν. -ων)ΠαραδείγματαΣτον πόλεμο χάνονται πολλοί άνθρωποι. Ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών συνεχίζεται. Δέχεται ψυχολογικό πόλεμο. 945.mp3 luftë(Emër)(luf-të, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujNë luftë zhduken shumë njerëz. Lufta kundër drogës vazhdon. I bëjnë luftë psikologjike. 945.mp3 война(Существительное)(вой-на, γεν. -ы,πληθ. -ы)ПримерыНа войне погибают многие люди. Война против наркотиков продолжается. Он вовлечен в психологическую войну. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я