Αναζήτησες τη λέξη "πόδι" στα Ελληνικά

πόδι πόδι (το)

(Ουσιαστικό)

(πό-δι, γεν. -ιού,
πληθ. -ια, γεν. -ιών)

942.mp3 këmbë

(Emër)

(kë-mbë, gj. -ës,
sh. -ët, gj. -ëve)

942.mp3 нога

(Существительное)

(но-га, γεν. -и,
πληθ. -и)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я