Αναζήτησες τη λέξη "πυρκαγιά" στα Ελληνικά
πυρκαγιά πυρκαγιά (η) (Ουσιαστικό) (πυρ-κα-γιά, γεν. -άς, πληθ. -ές, γεν. -ών) | 971.mp3 zjarr (Emër) (zjarr, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 971.mp3 пожар (Существительное) (по-жар, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |