Αναζήτησες τη λέξη "πυρετός" στα Ελληνικά
πυρετός πυρετός (ο) (Ουσιαστικό) (πυ-ρε-τός, γεν. -ού) Παραδείγματα | 969.mp3 temperaturë (Emër/Emër) (tem-pe-ra-tu-rë/e-the ) | 969.mp3 температура (Существительное) (тем-пе-ра-ту-ра, γεν. -ы, πληθ. -ы) |
Αναζήτησες τη λέξη "πυρετός" στα Ελληνικά
πυρετός πυρετός (ο) (Ουσιαστικό) (πυ-ρε-τός, γεν. -ού) Παραδείγματα | 969.mp3 temperaturë (Emër/Emër) (tem-pe-ra-tu-rë/e-the ) | 969.mp3 температура (Существительное) (тем-пе-ра-ту-ра, γεν. -ы, πληθ. -ы) |