Αναζήτησες τη λέξη "πυραμίδα" στα Ελληνικά
πυραμίδα πυραμίδα (η) (Ουσιαστικό) (πυ-ρα-μί-δα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ων) | 968.mp3 piramidë (Emër) (pi-ra-mi-dë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 968.mp3 пирамида (Существительное) (пи-ра-ми-да, γεν. -ы, πληθ. -ы) |