Αναζήτησες τη λέξη "πυρήνας" στα Ελληνικά
πυρήνας πυρήνας (ο) (Ουσιαστικό) (πυ-ρή-νας, γεν. -α, πληθ. -ες, γεν. -ων) | 970.mp3 bërthamë (Emër) (bër-tha-më, gj. -ës, sh. -at/et, gj. -ave/eve) | 970.mp3 ядро (Существительное) (яд-ро, γεν. -а, πληθ. -а) |