Αναζήτησες τη λέξη "πυξίδα" στα Ελληνικά
πυξίδα πυξίδα (η) (Ουσιαστικό) (πυ-ξί-δα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ων) | 967.mp3 busull (Emër) (bu-sull, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 967.mp3 компас (Существительное) (ком-пас, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |