Αναζήτησες τη λέξη "πρόσωπο" στα Ελληνικά
πρόσωπο πρόσωπο (το) (Ουσιαστικό) (πρό-σω-πο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 962.mp3 person (Emër/Emër) (per-son/fy-ty-rë) | 962.mp3 лицо (Существительное) (ли-цо, γεν. -а, πληθ. -а) |
Αναζήτησες τη λέξη "πρόσωπο" στα Ελληνικά
πρόσωπο πρόσωπο (το) (Ουσιαστικό) (πρό-σω-πο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 962.mp3 person (Emër/Emër) (per-son/fy-ty-rë) | 962.mp3 лицо (Существительное) (ли-цо, γεν. -а, πληθ. -а) |