Αναζήτησες τη λέξη "πρόβατο" στα Ελληνικά
πρόβατο πρόβατο (το) (Ουσιαστικό) (πρό-βα-το, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) Παραδείγματα | 955.mp3 dele (Emër) (de-le, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) Shembuj | 955.mp3 овца (Существительное) (ов-ца, γεν. -ы, πληθ. -ы) Примеры |