Αναζήτησες τη λέξη "πράξη" στα Ελληνικά
πράξη πράξη (η) (Ουσιαστικό) (πρά-ξη, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις, γεν. -εων) | 954.mp3 veprim (Emër) (ve-prim, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 954.mp3 действие (Существительное) (дей-стви-е, γεν. -я, πληθ. -я, γεν. -й) |