Αναζήτησες τη λέξη "πουκάμισο" στα Ελληνικά
πουκάμισο πουκάμισο (το) (Ουσιαστικό) (που-κά-μι-σο, γεν. -ου, πληθ. -α) | 953.mp3 këmishë (Emër) (kë-mi-shë, gj. -ës, sh. -ët, gj. -ëve) | 953.mp3 рубашка (Существительное) (ру-баш-ка, γεν. -и, πληθ. -и) |