Αναζήτησες τη λέξη "ποταμός" στα Ελληνικά

ποταμός ποταμός (ο)

(Ουσιαστικό)

(πο-τα-μός, γεν. -ού,
πληθ. -οί, γεν. -ών)

951.mp3 lum

(Emër)

(lum)

951.mp3 река

(Существительное)

(ре-ка, γεν. -и,
πληθ. -и)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я