Αναζήτησες τη λέξη "ποντίκι" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
ποντίκι ποντίκι (το) (Ουσιαστικό) (πο-ντί-κι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 949.mp3 mi (Emër) (mi, gj. -ut, sh. -të, gj. -njve) | 949.mp3 мышь (Существительное) (мышь, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -ей) |