Αναζήτησες τη λέξη "πολυκατοικία" στα Ελληνικά
πολυκατοικία πολυκατοικία (η) (Ουσιαστικό) (πο-λυ-κα-τοι-κί-α, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 948.mp3 shumëkatësh (Emër) (shu-më-ka-tësh, gj. -it, sh. -at, gj. -ave) | 948.mp3 многоэтажный дом (Существительное) (мно-го-э-таж-ный дом) |