Αναζήτησες τη λέξη "πολυθρόνα" στα Ελληνικά
πολυθρόνα πολυθρόνα (η) (Ουσιαστικό) (πο-λυ-θρό-να, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ων) | 947.mp3 kolltuk (Emër) (koll-tuk, gj. -ut, sh. -ët, gj. -ëve) | 947.mp3 кресло (Существительное) (крес-ло, γεν. -а, πληθ. -а) |