Αναζήτησες τη λέξη "ποδήλατο" στα Ελληνικά
ποδήλατο ποδήλατο (το) (Ουσιαστικό) (πο-δή-λα-το, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 941.mp3 biçikletë (Emër) (bi-çi-kle-të, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 941.mp3 велосипед (Существительное) (ве-ло-си-пед, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |