Αναζήτησες τη λέξη "ποίημα" στα Ελληνικά
ποίημα ποίημα (το) (Ουσιαστικό) (ποί-η-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα, γεν. -άτων) | 944.mp3 vjershë (Emër) (vjer-shë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 944.mp3 стихотворение (Существительное) (сти-хо-тво-ре-ни-е, γεν. -я, πληθ. -я, γεν. -й) |